- ζεματιστός
- η , ό слишком горячий, обжигающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεματιστός — ή, ό (Μ ζεματιστός, ή, όν) [ζεματίζω] 1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικός («νερό ζεματιστό») 2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.). επίρρ... ζεματιστά με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο … Dictionary of Greek
ζεματιστός — ή, ό καυτός: Ζεματιστό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… … Dictionary of Greek
αναβραστός — ή, ό [αναβράζω] 1. ζεματιστός, καυτός 2. αυτός που βράζει ακόμα, μισοβρασμένος … Dictionary of Greek
βραστός — ή, ό (Μ βραστός, ή, όν) [βράζω] 1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος 2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος νεοελλ. Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός 2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το 1. κρέας… … Dictionary of Greek
εφθός — ἑφθός, ή, ὸν (Α) 1. (για κρέας ή ψάρια και για λαχανικά) μαγειρεμένος, βρασμένος 2. (για νερό) πολύ ζεστός, ζεματιστός 3. (για πολύτιμο μέταλλο) καθαρός, καλός 4. χαλαρός, εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἑψ τός (< ἕψω) με μετατροπή τών π (τού ψ) … Dictionary of Greek
καυτερός — η, ό [καυτός] 1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός 2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς 3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών … Dictionary of Greek
καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… … Dictionary of Greek
βραστός — ή, ό 1. ο βρασμένος, αυτός που έχει βραστεί: Σήμερα έχουμε κρέας βραστό. 2. ο καυτός, ο ζεματιστός: Ήπια βραστό το τσάι και έκαψα τη γλώσσα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτός — ή, ό θερμός, ζεματιστός: Έπεσε καυτό νερό πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)